- παντοπωλείο
- τοτο μπακάλικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παντοπωλείο — το / παντοπωλεῑον, ΝΜΑ [παντοπώλης] νεοελλ. κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων μσν. αρχ. τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα … Dictionary of Greek
εδωδιμοπωλείο — το κατάστημα που πουλάει τρόφιμα, το παντοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
μπακάλικο — το κατάστημα τού μπακάλη, παντοπωλείο … Dictionary of Greek
μπεζαχτάς — ο 1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο 2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta] … Dictionary of Greek
Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… … Dictionary of Greek
Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… … Dictionary of Greek
εδωδιμοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται εδώδιμα (βλ. λ.), παντοπωλείο, μπακάλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακάλικο — το το παντοπωλείο: Δουλεύει στο μπακάλικο ενός θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οινοπαντοπωλείο — το παντοπωλείο που πουλάει και κρασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)